ενεστώτας cook up
γ΄ ενικό ενεστώτα cooks up
αόριστος cooked up
παθητική μετοχή cooked up
ενεργητική μετοχή cooking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις cook και up

cook up (en)

  1. μαγειρεύω
  2. (μεταφορικά) μαγειρεύω, παραποιώ, ετοιμάζω κάτι δόλια