μαγειρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος
Ρήμα
επεξεργασίαμαγειρεύω
- παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
- (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
- τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
- (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω ή να έρθουν πιο κοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα
- μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαγειρεύω | μαγείρευα | θα μαγειρεύω | να μαγειρεύω | μαγειρεύοντας | |
β' ενικ. | μαγειρεύεις | μαγείρευες | θα μαγειρεύεις | να μαγειρεύεις | μαγείρευε | |
γ' ενικ. | μαγειρεύει | μαγείρευε | θα μαγειρεύει | να μαγειρεύει | ||
α' πληθ. | μαγειρεύουμε | μαγειρεύαμε | θα μαγειρεύουμε | να μαγειρεύουμε | ||
β' πληθ. | μαγειρεύετε | μαγειρεύατε | θα μαγειρεύετε | να μαγειρεύετε | μαγειρεύετε | |
γ' πληθ. | μαγειρεύουν(ε) | μαγείρευαν μαγειρεύαν(ε) |
θα μαγειρεύουν(ε) | να μαγειρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαγείρεψα | θα μαγειρέψω | να μαγειρέψω | μαγειρέψει | ||
β' ενικ. | μαγείρεψες | θα μαγειρέψεις | να μαγειρέψεις | μαγείρεψε | ||
γ' ενικ. | μαγείρεψε | θα μαγειρέψει | να μαγειρέψει | |||
α' πληθ. | μαγειρέψαμε | θα μαγειρέψουμε | να μαγειρέψουμε | |||
β' πληθ. | μαγειρέψατε | θα μαγειρέψετε | να μαγειρέψετε | μαγειρέψτε | ||
γ' πληθ. | μαγείρεψαν μαγειρέψαν(ε) |
θα μαγειρέψουν(ε) | να μαγειρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαγειρέψει | είχα μαγειρέψει | θα έχω μαγειρέψει | να έχω μαγειρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μαγειρέψει | είχες μαγειρέψει | θα έχεις μαγειρέψει | να έχεις μαγειρέψει | έχε μαγειρε(υ)μένο | |
γ' ενικ. | έχει μαγειρέψει | είχε μαγειρέψει | θα έχει μαγειρέψει | να έχει μαγειρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαγειρέψει | είχαμε μαγειρέψει | θα έχουμε μαγειρέψει | να έχουμε μαγειρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μαγειρέψει | είχατε μαγειρέψει | θα έχετε μαγειρέψει | να έχετε μαγειρέψει | έχετε μαγειρε(υ)μένο | |
γ' πληθ. | έχουν μαγειρέψει | είχαν μαγειρέψει | θα έχουν μαγειρέψει | να έχουν μαγειρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μαγειρε(υ)μένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μαγειρε(υ)μένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μαγειρε(υ)μένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μαγειρε(υ)μένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαγειρεύομαι | μαγειρευόμουν(α) | θα μαγειρεύομαι | να μαγειρεύομαι | ||
β' ενικ. | μαγειρεύεσαι | μαγειρευόσουν(α) | θα μαγειρεύεσαι | να μαγειρεύεσαι | (μαγειρεύου) | |
γ' ενικ. | μαγειρεύεται | μαγειρευόταν(ε) | θα μαγειρεύεται | να μαγειρεύεται | ||
α' πληθ. | μαγειρευόμαστε | μαγειρευόμαστε μαγειρευόμασταν |
θα μαγειρευόμαστε | να μαγειρευόμαστε | ||
β' πληθ. | μαγειρεύεστε | μαγειρευόσαστε μαγειρευόσασταν |
θα μαγειρεύεστε | να μαγειρεύεστε | (μαγειρεύεστε) | |
γ' πληθ. | μαγειρεύονται | μαγειρεύονταν μαγειρευόντουσαν |
θα μαγειρεύονται | να μαγειρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαγειρεύτηκα | θα μαγειρευτώ | να μαγειρευτώ | μαγειρευτεί | ||
β' ενικ. | μαγειρεύτηκες | θα μαγειρευτείς | να μαγειρευτείς | μαγειρέψου | ||
γ' ενικ. | μαγειρεύτηκε | θα μαγειρευτεί | να μαγειρευτεί | |||
α' πληθ. | μαγειρευτήκαμε | θα μαγειρευτούμε | να μαγειρευτούμε | |||
β' πληθ. | μαγειρευτήκατε | θα μαγειρευτείτε | να μαγειρευτείτε | μαγειρευτείτε | ||
γ' πληθ. | μαγειρεύτηκαν μαγειρευτήκαν(ε) |
θα μαγειρευτούν(ε) | να μαγειρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαγειρευτεί | είχα μαγειρευτεί | θα έχω μαγειρευτεί | να έχω μαγειρευτεί | μαγειρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαγειρευτεί | είχες μαγειρευτεί | θα έχεις μαγειρευτεί | να έχεις μαγειρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαγειρευτεί | είχε μαγειρευτεί | θα έχει μαγειρευτεί | να έχει μαγειρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαγειρευτεί | είχαμε μαγειρευτεί | θα έχουμε μαγειρευτεί | να έχουμε μαγειρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαγειρευτεί | είχατε μαγειρευτεί | θα έχετε μαγειρευτεί | να έχετε μαγειρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαγειρευτεί | είχαν μαγειρευτεί | θα έχουν μαγειρευτεί | να έχουν μαγειρευτεί |