Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάγειρος οι μάγειροι
      γενική του μαγείρου των μαγείρων
    αιτιατική τον μάγειρο τους μαγείρους
     κλητική μάγειρε μάγειροι
Συγκρίνετε με την κλίση του «μάγειρας».
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάγειρος < αρχαία ελληνική μάσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγειρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάγειρος < μάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάγειρος

  1. κρεοπώλης
  2. (επάγγελμα) επαγγελματίας που μαγειρεύει φαγητά με κρέας
  3. τραπεζοκόμος

Παράγωγα επεξεργασία