μάγειρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μάγειρος | οι | μάγειροι |
γενική | του | μαγείρου | των | μαγείρων |
αιτιατική | τον | μάγειρο | τους | μαγείρους |
κλητική | μάγειρε | μάγειροι | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του «μάγειρας». | ||||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μάγειρος < αρχαία ελληνική μάσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μάγειρος < μάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μάγειρος
- κρεοπώλης
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που μαγειρεύει φαγητά με κρέας
- τραπεζοκόμος
Παράγωγα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- μάγειρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάγειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.