↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγείρισσα οι μαγείρισσες
      γενική της μαγείρισσας των μαγειρισσών
    αιτιατική τη μαγείρισσα τις μαγείρισσες
     κλητική μαγείρισσα μαγείρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγείρισσα < αρχαία ελληνική μαγείρισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγείρισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα, μαγειρική) γυναίκα που ασκεί ως επάγγελμα τη μαγειρική
  2. η γυναίκα που μαγειρεύει
    η μάνα του ήταν καλή μαγείρισσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάγειρας



  Ετυμολογία

επεξεργασία

μαγείρισσα < μάγειρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγείρισσα θηλυκό

  • (επάγγελμα) γυναίκα που μαγειρεύει, συνήθως κρεατικά