μαγείρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγείρισσα < αρχαία ελληνική μαγείρισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγείρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα, μαγειρική) γυναίκα που ασκεί ως επάγγελμα τη μαγειρική
- η γυναίκα που μαγειρεύει
- η μάνα του ήταν καλή μαγείρισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάγειρας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμαγείρισσα < μάγειρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγείρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που μαγειρεύει, συνήθως κρεατικά
Πηγές
επεξεργασία- μαγείρισσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.