μαγείρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγείρισσα < αρχαία ελληνική μαγείρισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγείρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που ασκεί ως επάγγελμα τη μαγειρική
- η γυναίκα που μαγειρεύει
- η μάνα του ήταν καλή μαγείρισσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάγειρας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μαγείρισσα < μάγειρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγείρισσα θηλυκό
- που μαγειρεύει κρεατικά