Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τραπεζοκόμος οι τραπεζοκόμοι
      γενική του/της τραπεζοκόμου των τραπεζοκόμων
    αιτιατική τον/την τραπεζοκόμο τους/τις τραπεζοκόμους
     κλητική τραπεζοκόμε τραπεζοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραπεζοκόμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τραπεζοκόμος. Μορφολογικά αναλύεται σε τραπέζ(ι) + -ο- + -κόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾa.pe.zoˈko.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐πε‐ζο‐κό‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραπεζοκόμος αρσενικό ή θηλυκό & θηλυκό τραπεζοκόμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία