Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σερβιτόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σερβιτόρ
ος
οι
σερβιτόρ
οι
γενική
του
σερβιτόρ
ου
των
σερβιτόρ
ων
αιτιατική
τον
σερβιτόρ
ο
τους
σερβιτόρ
ους
κλητική
σερβιτόρ
ε
σερβιτόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σερβιτόρος
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
servitore
Σερβιτόρος
παίρνει παραγγελία από πελάτες.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σερβιτόρος
αρσενικό
, (
θηλυκό
σερβιτόρα
)
(
επάγγελμα
) αυτός που
σερβίρει
φαγητό και ποτά στους πελάτες σε εστιατόριο, καφενείο κλπ.
Συνώνυμα
επεξεργασία
γκαρσόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σερβιτόρος
αγγλικά
:
waiter
(en)
γαλλικά
:
serveur
(fr)
,
garçon
(fr)
γερμανικά
:
Kellner
(de)
ιταλικά
:
cameriere
(it)
πολωνικά
:
kelner
(pl)
ρουμανικά
:
chelner
(ro)