σερβιτόρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σερβιτόρα | οι | σερβιτόρες |
γενική | της | σερβιτόρας | — | |
αιτιατική | τη | σερβιτόρα | τις | σερβιτόρες |
κλητική | σερβιτόρα | σερβιτόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σερβιτόρα < θηλυκό του σερβιτόρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερβιτόρα θηλυκό