Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
serveur serveurs

serveur (fr) αρσενικό

  1. ο σερβιτόρος, το γκαρσόν, το γκαρσόνι
  2. (πληροφορική) ο διακομιστής, ο εξυπηρετητής, ο / η σέρβερ