serveur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
serveur | serveurs |
serveur (fr) αρσενικό
- ο σερβιτόρος, το γκαρσόν, το γκαρσόνι
- (πληροφορική) ο διακομιστής, ο εξυπηρετητής, ο / η σέρβερ
ενικός | πληθυντικός |
serveur | serveurs |
serveur (fr) αρσενικό