γκαρσόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαρσόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική garçon
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαρσόν ουδέτερο, άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη σερβιτόρος
γκαρσόν ουδέτερο, άκλιτο
→ δείτε τη λέξη σερβιτόρος