πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακομιστής οι διακομιστές
      γενική του διακομιστή των διακομιστών
    αιτιατική τον διακομιστή τους διακομιστές
     κλητική διακομιστή διακομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.ko.miˈstis/ & /ðʝa.ko.miˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακομιστής ή διακομιστής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. διακομιστής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακομιστής οἱ διακομισταί
      γενική τοῦ διακομιστοῦ τῶν διακομιστῶν
      δοτική τῷ διακομιστ τοῖς διακομισταῖς
    αιτιατική τὸν διακομιστήν τοὺς διακομιστᾱ́ς
     κλητική ! διακομιστᾰ́ διακομισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακομιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διακομισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διακομιστής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακομίζω, διακομισ- + -τής  δείτε τη λέξη κομίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακομιστής αρσενικό