Ετυμολογία

επεξεργασία
παρασκευάζω < αρχαία ελληνική παρασκευάζω < παρά + σκευάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préparer)

παρασκευάζω (παθητική φωνή: παρασκευάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία