Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπαρασκευάζω < αρχαία ελληνική προπαρασκευάζω < προ- + παρασκευάζω < παρα- + σκευάζω < σκευή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pro.pa.ra.skeˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πα‐ρα‐σκευ‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

προπαρασκευάζω (παθητική φωνή: προπαρασκευάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία