Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπαρασκευάστρια οι προπαρασκευάστριες
      γενική της προπαρασκευάστριας των προπαρασκευαστριών
    αιτιατική την προπαρασκευάστρια τις προπαρασκευάστριες
     κλητική προπαρασκευάστρια προπαρασκευάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπαρασκευάστρια < προπαρασκευαστής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπαρασκευάστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία