προπαρασκευή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προπαρασκευή < αρχαία ελληνική προπαρασκευή < πρό + παρασκευή < σκευή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προπαρασκευή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προπαρασκευάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προπαρασκευή
Πηγές
επεξεργασία
- προπαρασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προπαρασκευή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)