Ουσιαστικό

επεξεργασία

formulation (en)

  1. διατύπωση, έκφραση
  2. διαδικασία προετοιμασίας (κατασκευής, διάλεξης, μίγματος, οτιδήποτε)
  3. προπαρασκευή

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
formulation formulations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

formulation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία