διατύπωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διατύπωση | οι | διατυπώσεις |
γενική | της | διατύπωσης* | των | διατυπώσεων |
αιτιατική | τη | διατύπωση | τις | διατυπώσεις |
κλητική | διατύπωση | διατυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διατύπωση < αρχαία ελληνική διατύπωσις (ολοκληρωμένη μορφή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατύπωση θηλυκό
- ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται γλωσσικά κάτι, οι συγκεκριμένες φράσεις που χρησιμοποιεί ο ομιλητής ή ο συγγραφέας
- αν μπορείς, άλλαξε τη διατύπωση σε αυτό το σημείο του κειμένου σου
- η ενέργεια με την οποία εκφράζω γραπτά ή προφορικά κάτι
- η διατύπωση των αντιρρήσεων
- (στον πληθυντικό) μια τυπική διαδικασία που είναι απαραίτητη ώστε να ολοκληρωθεί μια ενέργεια
- καθυστερήσαμε στο τελωνείο με τις διατυπώσεις
- κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητείται απλοποίηση φορολογικών διατυπώσεων και εναρμόνιση προτύπων για την ολοκλήρωση της δημόσιας ενωσιακής αγοράς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρόπος έκφρασης
τυπική διαδικασία
λεκτική ανάπτυξη θεωρίας/εκτίμηση πριν την οριστική απόδειξη