διατύπωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διατύπωσῐς | αἱ | διατυπώσεις |
γενική | τῆς | διατυπώσεως | τῶν | διατυπώσεων |
δοτική | τῇ | διατυπώσει | ταῖς | διατυπώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διατύπωσῐν | τὰς | διατυπώσεις |
κλητική ὦ! | διατύπωσῐ | διατυπώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατυπώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διατυπωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διατύπωσις < διατυπόω / διατυπῶ + -σις < → δείτε τη λέξη τύπος. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τύπωσις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατύπωσις, -εως θηλυκό
- πλήρης μορφή, τελική μορφή
- σχηματοποίηση
- διάπλαση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διατυπόω, τύπωσις και τύπος
Πηγές
επεξεργασία- διατύπωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.