διατυπώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιατυπώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διατυπώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατυπώνω
- θα διατυπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατυπώνω