Ετυμολογία

επεξεργασία
διατυπώνω < αρχαία ελληνική διατυπόω / διατυπῶ < διά + τυπόω / τυπῶ < τύπος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ausdrücken)

διατυπώνω (παθητική φωνή: διατυπώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία