προφορικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροφορικά < προφορικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροφορικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προφορικά | ||
γενική | των | προφορικών | ||
αιτιατική | τα | προφορικά | ||
κλητική | προφορικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροφορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ουσιαστικοποιημένο) (τα) προφορικά: εξετάσεις στις οποίες οι εξεταζόμενοι δεν εξετάζονται γραπτά, αλλά εκφωνούν με το στόμα τις απαντήσεις
Αντώνυμα
επεξεργασία- (τα) γραπτά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προφορικό