voix
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
voix | voix |
voix (fr) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- rester sans voix - μένω άφωνος
Δείτε επίσης : voie, voies, voient, vois, voit |
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
voix | voix |
voix (fr) θηλυκό