voie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
voie | voies |
voie (fr) θηλυκό
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
voie (fr)
- α΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir
- γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir