Προφορά

επεξεργασία
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voie voies

voie (fr) θηλυκό

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

voie (fr)

  1. α΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir
  2. γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir