γραπτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γραπτό | τα | γραπτά |
γενική | του | γραπτού | των | γραπτών |
αιτιατική | το | γραπτό | τα | γραπτά |
κλητική | γραπτό | γραπτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γραπτό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γραπτό ουδέτερο
- οτιδήποτε πρέπει να παραδώσει ένας εξεταζόμενος το οποίο έχει γράψει ή συμπληρώσει προσωπικά κατά τη διάρκεια γραπτής εξέτασης