Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις στο και μιλητό

  Έκφραση

επεξεργασία

στο μιλητό

  • (λαϊκότροπο) προφορικά, χωρίς γραπτή συμφωνία
    η απάτη γινόταν στο μιλητό, δεν υπήρχαν χαρτιά, ούτε αποδεικτικά στοιχεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία