στο μιλητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαστο μιλητό
- (λαϊκότροπο) προφορικά, χωρίς γραπτή συμφωνία
- η απάτη γινόταν στο μιλητό, δεν υπήρχαν χαρτιά, ούτε αποδεικτικά στοιχεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία στο μιλητό
|