μιλητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μιλητό | τα | μιλητά |
γενική | του | μιλητού | των | μιλητών |
αιτιατική | το | μιλητό | τα | μιλητά |
κλητική | μιλητό | μιλητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιλητό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιλητό ουδέτερο