• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

oral

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Επίθετο
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό oral oraux
θηλυκό orale orales

oral (fr)

  • προφορικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
oral oraux

oral (fr)

  • (συνήθως στον πληθυντικό) προφορική εξέταση, τα προφορικά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • oralement
  • oraliser
  • oralité
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=oral&oldid=6911806"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Ιουλίου 2024, στις 19:09

Γλώσσες

    • العربية
    • বাংলা
    • Català
    • Corsu
    • Čeština
    • Cymraeg
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • ລາວ
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Occitan
    • Oromoo
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Simple English
    • Slovenčina
    • Српски / srpski
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Tagalog
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Ιουλίου 2024, στις 19:09.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας