oral
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oral | oraux |
θηλυκό | orale | orales |
oral (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
oral | oraux |
oral (fr)
- (συνήθως στον πληθυντικό) προφορική εξέταση
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oral | oraux |
θηλυκό | orale | orales |
oral (fr)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
oral | oraux |
oral (fr)