Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κείμενο τα κείμενα
      γενική του κείμενου
κειμένου
των κείμενων
κειμένων
    αιτιατική το κείμενο τα κείμενα
     κλητική κείμενο κείμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κείμενο < ελληνιστική κοινή κείμενον < αρχαία ελληνική κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.me.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κείμενο ουδέτερο

  1. μεγαλύτερο ή μικρότερο σύνολο γραπτών φράσεων, που συνήθως έχουν ολοκληρωμένο νόημα
  2. η πρωτότυπη γραπτή αποτύπωση αρχαιοελληνικού ή ξενόγλωσσου λόγου, συνήθως σε αντιπαραβολή με τη μετάφρασή τους
  3. (πληροφορική) δεδομένα με αλφαριθμητικούς χαρακτήρες αναγνώσιμους από άνθρωπο
    αντώνυμο: δυαδικά δεδομένα

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • εκτός κειμένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κείμενο