κειμενάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κειμενάκι | τα | κειμενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κειμενάκι | τα | κειμενάκια |
κλητική | κειμενάκι | κειμενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κειμενάκι < κείμενο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κειμενάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κείμενο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κειμενάκι
|