Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχείο κειμένου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική text file → δείτε τις λέξεις αρχείο και κείμενο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αρχείο κειμένου ουδέτερο

Υπερώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

  • CSV (comma-separated values/τιμές διαχωριζόμενες με κόμμα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία