γραμματοσειρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾa.ma.to.siˈɾa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραμματοσειρά θηλυκό
- (τυπογραφία, πληροφορική) μια σειρά, ένα σύνολο γραμμάτων, σημείων στίξης, αριθμών κ.λπ., με κοινό σχεδιασμό, αισθητική και χαρακτηριστικά στοιχεία
- (πληροφορική) το αρχείο που περιέχει τον κώδικα για την απεικόνιση της γραμματοσειράς