Δείτε επίσης: αἰσθητική

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθητική οι αισθητικές
      γενική της αισθητικής των αισθητικών
    αιτιατική την αισθητική τις αισθητικές
     κλητική αισθητική αισθητικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθητική < θηλυκό του αισθητικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Aesthetik ή από τη γαλλική esthétique < αρχαία ελληνική αἰσθητικός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.sθi.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σθη‐τι‐κή
ομόηχο: αισθητικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισθητική θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) ο κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα ερωτήματα τα σχετικά με τη φύση του ωραίου
  2. η ιδιαίτερη άποψη για το ωραίο που αποπνέει κάτι
    η αισθητική του χώρου
  3. (κοσμετολογία) η ενασχόληση με την ομορφιά και την περιποίηση του σώματος (προσώπου, μαλλιών κλπ)
    Ινστιτούτο Αισθητικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αισθητική

  Αναφορές επεξεργασία