→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κείμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα κείμαι

κείμενος, -η, -ο

  1. που κείται, που βρίσκεται
    στους περιμετρικά κείμενους λόφους υπάρχουν διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα
  2. (νομικός όρος) που βρίσκεται σε ισχύ, που ισχύει
    κείμενη νομοθετική διάταξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία