κείμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακείμενος, -η, -ο
- που κείται, που βρίσκεται
- στους περιμετρικά κείμενους λόφους υπάρχουν διάσπαρτα αρχαιολογικά ευρήματα
- (νομικός όρος) που βρίσκεται σε ισχύ, που ισχύει
- κείμενη νομοθετική διάταξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κείμενος
|