Δείτε επίσης: κεῖμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κείμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κεῖμαι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεί‐μαι

κείμαι (αποθετικό ρήμα), μετοχή: κείμενος (αποθετικό ρήμα) μόνον στον παθητικό ενεστώτα, συνήθως στο τρίτο ενικό πρόσωπο

  1. (λόγιο ή ειρωνικό) βρίσκομαι
    Από γεωγραφία; δεν ξέρει να βρει στο χάρτη πού κείται η Λαμία...
  2. (αρχαιοπρεπές) είμαι ξαπλωμένος (άρρωστος ή νεκρός)
    ※  Στην καρδιά του Λαβύρινθου, στο κέντρο του, ... κείται το σηπόμενο σώμα του Μινώταυρου. Μόλις τον σκότωσε, ο Θησέας έτρεξε να φύγει με την Αριάδνη (Jacques Lacarrière, Τα φτερά του Ίκαρου, μετάφραση: Μίνωα Πόθου)
     συνώνυμα: κείτομαι
    εκφράσεις: ενθάδε κείται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία