Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lie lies

lie (en)

ενεστώτας lie
γ΄ ενικό ενεστώτα lies
αόριστος lied
παθητική μετοχή lied
ενεργητική μετοχή lying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lie (en)

ενεστώτας lie
γ΄ ενικό ενεστώτα lies
αόριστος lay
παθητική μετοχή lain
ενεργητική μετοχή lying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lie (en)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lie (fr) θηλυκό