ψέμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψέμα | τα | ψέματα |
γενική | του | ψέματος | των | ψεμάτων |
αιτιατική | το | ψέμα | τα | ψέματα |
κλητική | ψέμα | ψέματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψέμα < μεσαιωνική ελληνική ψέμα < ελληνιστική κοινή ψεῦμα < αρχαία ελληνική ψεῦσμα < ψεύδω
Παρατήρηση: συχνά παρατηρείται η γραφή «ψέμμα», η οποία είναι λανθασμένη κι ετυμολογικώς αβάσιμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψέμα ουδέτερο
- κάτι που λέγεται και δεν είναι αλήθεια, η συνειδητή απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας
- ※ Είναι αδύνατο να ζήσης το απόγευμα της ζωής με τα προγράμματα που είναι κατάλληλα για το πρωινό, γιατί αυτό που είχε μεγάλη σημασία τότε, θα έχει πολύ λίγη σημασία τώρα και η αλήθεια του πρωινού θα είναι το ψέμα του απογεύματος.
- Φιλόθεος Φάρος, Ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά, εκδόσεις: Αρμός, Αθήνα 2013, 9η έκδοση. ISBN 978-960-527-761-1.
- ※ Είναι αδύνατο να ζήσης το απόγευμα της ζωής με τα προγράμματα που είναι κατάλληλα για το πρωινό, γιατί αυτό που είχε μεγάλη σημασία τότε, θα έχει πολύ λίγη σημασία τώρα και η αλήθεια του πρωινού θα είναι το ψέμα του απογεύματος.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- κακά τα ψέματα: όταν δεν θεωρούμε αληθινή την αιτία μιας κατάστασης
- κακά τα ψέματα. Δεν έγινε δικηγόρος για να σώζει τους αδικημένους
- με τα ψέματα: χωρίς να το καταλάβουμε ή χωρίς επαρκή οικονομικά ή υλικά μέσα
- δεν μπορείς να ανοίξεις μαγαζί με τα ψέματα
- πες το ψέματα: δήλωση προς τον συνομιλητή μας ότι θεωρούμε πολύ πιθανά τα λεγόμενά του
- στα ψέματα: όχι σοβαρά
- της είπα στα ψέματα πως ήμουν με τη φίλη της και εκείνη παρεξηγήθηκε
- τελείωσαν τα ψέματα ή τέρμα τα ψέματα ή σώθηκαν τα ψέματα: όταν μία κατάσταση έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο και πρέπει να ενεργήσουμε
- τέρμα τα ψέματα. Από αύριο αρχίζω δίαιτα!
- το ψέμα έχει κοντά ποδάρια: δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ μία κατάσταση που στηρίζεται σε ψέμα
- αθώο ψέμα: το χωρίς σοβαρές συνέπειες ψέμα
- τα κατά συνθήκη ψεύδη ή ψέματα: αυτά που λέγονται εν γνώσει μας ότι είναι ψέματα, για να μη θίξουμε ή προκαλέσουμε τον άλλον