ψευτοδουλειά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψευτοδουλειά θηλυκό
- πρόχειρη εργασία που δεν παρέχει στον εργαζόμενο κανονικό, σταθερό εισόδημα, που δεν έχειπροοπτικές, που την κάνει κάποιος μόνον κατ' ανάγκη μέχρι να βει καλύτερη απασχόληση
- κακή τεχνική εργασία, πρόχειρη επισκευή ή κατασκευή, δουλειά που έγινε με πρόχειρο τρόπο, που το αποτέλεσμά της δεν έχει τη λογικά αναμενόμενη διάρκεια ζωής, που χαλάει εύκολα ή γρήγορα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψευτοδουλειά