ψευδολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ψευδολογία < αρχαία ελληνική ψεύδος + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψευδολογία θηλυκό
- το να ψευδολογεί κανείς
- ο ψευδής λόγος
- ≈ συνώνυμα: το ψέμα, το ψευδολόγημα