Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδολόγος. Και ουσιαστικοποιημένο. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδο- + -λόγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ψευδολόγος τὸ ψευδολόγον
      γενική τοῦ/τῆς ψευδολόγου τοῦ ψευδολόγου
      δοτική τῷ/τῇ ψευδολόγ τῷ ψευδολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ψευδολόγον τὸ ψευδολόγον
     κλητική ! ψευδολόγε ψευδολόγον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ψευδολόγοι τὰ ψευδολόγ
      γενική τῶν ψευδολόγων τῶν ψευδολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς ψευδολόγοις τοῖς ψευδολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ψευδολόγους τὰ ψευδολόγ
     κλητική ! ψευδολόγοι ψευδολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψευδολόγω τὼ ψευδολόγω
      γεν-δοτ τοῖν ψευδολόγοιν τοῖν ψευδολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  1. Όροι με ψευδολόγος  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)