ψευδολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευδολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδολόγος. Και ουσιαστικοποιημένο. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδο- + -λόγος
Επίθετο επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ψευδολόγος | το | ψευδολόγο | ||
γενική | του/της | ψευδολόγου | του | ψευδολόγου | ||
αιτιατική | τον/την | ψευδολόγο | το | ψευδολόγο | ||
κλητική | ψευδολόγε | ψευδολόγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ψευδολόγοι | τα | ψευδολόγα | ||
γενική | των | ψευδολόγων | των | ψευδολόγων | ||
αιτιατική | τους/τις | ψευδολόγους | τα | ψευδολόγα | ||
κλητική | ψευδολόγοι | ψευδολόγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ψευδολόγος, -ος, -ο [1]
- που ψευδολογεί
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ψεύδος και ψέμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευδολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που ψευδολογεί, ψεύτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδολόγος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)= επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ψευδολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ λήγουν σε -ψευδολόγος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)