ψευδολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδολογώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδολογῶ, συνηρημένος τύπος του ψευδολογέω [1]
Ρήμα
επεξεργασίαψευδολογώ
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ψεύδος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψευδολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας