Ετυμολογία

επεξεργασία

ψεύδομαι, μτχ.π.ε.: ψευδόμενος, π.αόρ.: ψεύσθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • λείπει η κλίση
  • ενεστώτας: ψεύδομαι, ψεύδεσαι, ψεύδεται, ψευδόμεθα, ψεύδεστε, ψεύδονται)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ψεύδομαι