ψεύδω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψεύδω < ψεῦδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷseud- ή προελληνική[1]
ΡήμαΕπεξεργασία
ψεύδω
- λέω ψέματα, ψεύδομαι
- αποδεικνύω ότι κάτι είναι ψευδές, διαψεύδω με αποδείξεις
- μέσο: λέω ψέματα, εξαπατώ
- παθητικό: απατώμαι ως προς κάτι
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ψεύδομαι | |
Παρατατικός | ἐψευδόμην | |
Μέλλοντας | ψεύσομαι και ψευσθήσομαι | |
Αόριστος | ψεύσω και ψευσῶ | ἐψευσάμην και ἐψεύσθην |
Παρακείμενος | ἔψευσα | ἔψευσμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐψεύσμην και ἐψευσμένος ἦν | |
Συντελ.Μέλλ. | ἐψευσμένος ἔσομαι |
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ο παρακείμενος: ἔψευσμαι, ἔψευσαι, ἔψευσται, ἐψεύσμεθα, ἔψευσθε, ἐψευσμένοι εισίν προστακτική ἔψευσο, ἐψεύσθω, ἔψευσθε, ἐψεύσθων απαρέμφατο ἐψεῦσθαι μετοχή ἐψευσμένος-η-ον
- ο μέσος υπερσυντέλικος: ἐψεύσμην, ἔψευσο, ἔψευστο, ἐψεύσμεθα, ἔψευσθε, ἐψευσμένοι ἦσαν
Επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.