Ετυμολογία

επεξεργασία
ψεύδω < ψεῦδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷseud- ή προελληνική [1]

ψεύδω

  1. λέω ψέματα, ψεύδομαι
  2. αποδεικνύω ότι κάτι είναι ψευδές, διαψεύδω με αποδείξεις
  3. μέσο: λέω ψέματα, εξαπατώ
  4. παθητικό: απατώμαι ως προς κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία


Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψεύδω   ψεύδομαι 
Παρατατικός  ἔψευδον   ἐψευδόμην 
Μέλλοντας  ψεύσω   ψεύσομαι και ψευσθήσομαι 
Αόριστος  ἔψευσα   ἐψευσάμην και ἐψεύσθην 
Παρακείμενος  ἔψευκα   ἔψευσμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐψεύκειν   ἐψεύσμην και ἐψευσμένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.  ἐψευσμένος ἔσομαι 

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.