υπερσυντέλικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπερσυντέλικος | οι | υπερσυντέλικοι |
γενική | του | υπερσυντέλικου & υπερσυντελίκου |
των | υπερσυντέλικων & υπερσυντελίκων |
αιτιατική | τον | υπερσυντέλικο | τους | υπερσυντέλικους & υπερσυντελίκους |
κλητική | υπερσυντέλικε | υπερσυντέλικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερσυντέλικος < (ελληνιστική κοινή) ὑπερσυντέλικος < ὑπέρ + συντελώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερσυντέλικος αρσενικό
- (γραμματική) χρόνος των ρημάτων με τον οποίο δείχνεται ότι η πράξη έγινε στο παρελθόν και πριν από κάτι άλλο
- ο υπερσυντέλικος του ρήματος βάφω είναι: είχα βάψει
- η αρθρογράφος χρησιμοποιεί υπερσυντέλικο σχεδόν παντού στην αρθρογραφία της, δηλωτικό πως το γεγονός έχει παρέλθει πολύ πριν βρεθεί σε κατάσταση να πιάσει και πάλι την πένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερσυντέλικος