υπερσυντέλικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερσυντέλικος < ελληνιστική κοινή ὑπερσυντέλικος < ὑπέρ + συντελώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερσυντέλικος αρσενικό
- (γραμματική) χρόνος των ρημάτων με τον οποίο δείχνεται ότι η πράξη έγινε στο παρελθόν και πριν από κάτι άλλο
- ο υπερσυντέλικος του ρήματος βάφω είναι: είχα βάψει
- η αρθρογράφος χρησιμοποιεί υπερσυντέλικο σχεδόν παντού στην αρθρογραφία της, δηλωτικό πως το γεγονός έχει παρέλθει πολύ πριν βρεθεί σε κατάσταση να πιάσει και πάλι την πένα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπερσυντέλικος