Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερσυντέλικος οι υπερσυντέλικοι
      γενική του υπερσυντέλικου
υπερσυντελίκου
των υπερσυντέλικων
υπερσυντελίκων
    αιτιατική τον υπερσυντέλικο τους υπερσυντέλικους
υπερσυντελίκους
     κλητική υπερσυντέλικε υπερσυντέλικοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερσυντέλικος < (ελληνιστική κοινή) ὑπερσυντέλικος < ὑπέρ + συντελώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερσυντέλικος αρσενικό

  1. (γραμματική) χρόνος των ρημάτων με τον οποίο δείχνεται ότι η πράξη έγινε στο παρελθόν και πριν από κάτι άλλο
    ο υπερσυντέλικος του ρήματος βάφω είναι: είχα βάψει
    η αρθρογράφος χρησιμοποιεί υπερσυντέλικο σχεδόν παντού στην αρθρογραφία της, δηλωτικό πως το γεγονός έχει παρέλθει πολύ πριν βρεθεί σε κατάσταση να πιάσει και πάλι την πένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία