παρελθόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρελθόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρελθόν,[1] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι < παρ- + ἐλθών → δείτε παρά + εἶμι / ἔρχομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρελθόν ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα πριν από αυτή τη στιγμή, ο χρόνος που πέρασε, σε αντιδιαστολή με το παρόν και το μέλλον
- ⮡ Aυτό που με τρομάζει για το παρελθόν είναι ότι όσο ο καιρός προχωρά, τόσο αυτό πάει όλο και πιο πίσω και για το μέλλον ότι όλο και πιο πολύ με πλησιάζει.
- ό,τι είναι χρονικά περασμένο, τα γεγονότα που συνέβησαν σε περασμένους καιρούς, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων, λαών, η ιστορία τους
- ⮡ ένδοξο παρελθόν
- βεβαρυμένος προηγούμενος βίος
- ⮡ Η γυναίκα που πήρες έχει παρελθόν.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- παρελθοντικός
- παρελθών, παρελθούσα, παρελθόν
- παρέρχομαι
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρελθόν
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαρελθόν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παρελθόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαρελθόν