γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλθών ἐλθοῦσ τὸ ἐλθόν
      γενική τοῦ ἐλθόντος τῆς ἐλθούσης τοῦ ἐλθόντος
      δοτική τῷ ἐλθόντ τῇ ἐλθούσ τῷ ἐλθόντ
    αιτιατική τὸν ἐλθόντ τὴν ἐλθούσᾰν τὸ ἐλθόν
     κλητική ! ἐλθών ἐλθοῦσ ἐλθόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλθόντες αἱ ἐλθοῦσαι τὰ ἐλθόντ
      γενική τῶν ἐλθόντων τῶν ἐλθουσῶν τῶν ἐλθόντων
      δοτική τοῖς ἐλθοῦσῐ(ν) ταῖς ἐλθούσαις τοῖς ἐλθοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐλθόντᾰς τὰς ἐλθούσᾱς τὰ ἐλθόντ
     κλητική ! ἐλθόντες ἐλθοῦσαι ἐλθόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλθόντε τὼ ἐλθούσ τὼ ἐλθόντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐλθόντοιν τοῖν ἐλθούσαιν τοῖν ἐλθόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλθών: για το θέμα ἐλθ- δείτε ...• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ἐλθών, -οῦσα, -όν

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε επίσης

επεξεργασία