έλθει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαέλθει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος έρχομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος έρχομαι
- θα έλθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος έρχομαι