Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρελθοντολογία οι παρελθοντολογίες
      γενική της παρελθοντολογίας των παρελθοντολογιών
    αιτιατική την παρελθοντολογία τις παρελθοντολογίες
     κλητική παρελθοντολογία παρελθοντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρελθοντολογία < παρελθόν, γεν. παρελθόντ(ος) + -ο- + -λογία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾel.θon.do.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρελ‐θο‐ντο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρελθοντολογία θηλυκό

  1. ομιλία σχετικά με το παρελθόν
  2. νοσταλγική αναφορά στο παρελθόν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία