Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρελθοντολογώ < παρελθόν + λέγω

  Ρήμα επεξεργασία

παρελθοντολογώ

  1. μιλώ σχετικά με το παρελθόν
  2. αναφέρομαι νοσταλγικά στο παρελθόν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία