Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρελθοντολογικός η παρελθοντολογική το παρελθοντολογικό
      γενική του παρελθοντολογικού της παρελθοντολογικής του παρελθοντολογικού
    αιτιατική τον παρελθοντολογικό την παρελθοντολογική το παρελθοντολογικό
     κλητική παρελθοντολογικέ παρελθοντολογική παρελθοντολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρελθοντολογικοί οι παρελθοντολογικές τα παρελθοντολογικά
      γενική των παρελθοντολογικών των παρελθοντολογικών των παρελθοντολογικών
    αιτιατική τους παρελθοντολογικούς τις παρελθοντολογικές τα παρελθοντολογικά
     κλητική παρελθοντολογικοί παρελθοντολογικές παρελθοντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρελθοντολογικός < παρελθοντολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παρελθοντολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία