pasado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasado | pasadoj |
αιτιατική | pasadon | pasadojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpasado (eo)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Το πέρασμα, δηλαδή ο χώρος απ' όπου περνά κανείς, λέγεται: trapaso.
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pasado | pasados |
θηλυκό | pasada | pasadas |
pasado (es)
- προηγούμενος, περασμένος
- ⮡ épocas pasadas' - περασμένες εποχές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpasado (es) αρσενικό
- το παρελθόν