περασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περνάω και περνώ
Μετοχή
επεξεργασίαπερασμένος, -η, -ο
- που έχει περάσει, που έχει παρέλθει
- που αναφέρεται στο παρελθόν
- που έχει περαστεί, καταχωρηθεί
- → δείτε τη λέξη περνώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: τα παρελθόντα
- Q άσ' τα αυτά τώρα - τα περασμένα είναι περασμένα!
Εκφράσεις
επεξεργασία- περασμένα - ξεχασμένα: ας ξεχαστούν τα όσα δυσάρεστα συνέβησαν